μελιρραθάμιγξ

μελιρραθάμιγξ
μελι-ρρᾰθάμιγξ, ιγγος, , ,
A honey-dropping, Nonn. D.12.168, 21.160.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελιρραθάμιγξ — μελιρραθάμιγξ, ιγγος, ό και ἡ (Α) 1. αυτός που στάζει μέλι 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥαθάμιγξ «σταγόνα, σταλαγματιά» (πρβλ. πολυ ρραθάμιγξ)] …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”